
Βασικό σημείο της τοποθέτηση του Δικτύου ήταν η εκτίμηση ότι: «σε πολίτες και φορείς, που βιώνουν από πρώτο χέρι τις ποικίλες ενεργειακές δραστηριότητες σε όλη τη χώρα, έχει παγιωθεί η πεποίθηση ότι οι μέχρι τώρα πολιτικές δεν υπηρετούν τόσο την προστασία του κλίματος, όσο την καλλιέργεια της εντύπωσης ότι το κάνουν και ότι τα βασικά κριτήρια στη λήψη των όποιων αποφάσεων έχουν κυρίως οικονομικό χαρακτήρα και αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των ισχυρότερων οικονομιών της Ευρώπης και των οικονομικών κολοσσών, που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας».
Στο ερώτημα αν αποτιμάται -έστω, στοιχειωδώς- θετικά το περιεχόμενο του συζητούμενου κλιματικού νόμου η απάντηση του Δικτύου ήταν αρνητική. Και αυτό για δύο, κυρίως, λόγους:
- Απουσιάζει η αναγνώριση των στρεβλώσεων που προαναφέρθηκαν και η πολιτική βούληση για την αναίρεσή τους, κάτι που δε μας ξενίζει αν πάρουμε υπόψη τα φυσιογνωμικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του κυβερνώντος κόμματος, που έχει την πρωτοβουλία του συγκεκριμένου νομοθετήματος, με αποτέλεσμα να νομιμοποιούνται οι υφιστάμενες πολιτικές και να γίνονται ακόμη πιο δυσμενείς.
- Εξακολουθεί να συντηρείται η φενάκη ότι είναι ρεαλιστική η πλήρης «απανθρακοποίηση» και η «κλιματική ουδετερότητα» αναίμακτα, μέσα σε ένα πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα. Οι αναγκαστικές αναδιπλώσεις (π.χ. στην περίπτωση του λιγνίτη ή της πυρηνικής ενέργειας), οι ευρείας έκτασης περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις του μοντέλου ανάπτυξης των έργων ΑΠΕ που εφαρμόζεται και το υψηλό κόστος με το οποίο επιβαρύνεται ο πολίτης φαίνεται ότι δεν έχουν διδάξει τίποτα τους εμπνευστές αυτής της πολιτικής στην ΕΕ και στη χώρα.
Το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης είναι αναρτημένο εδώ:
https://drive.google.com/file/d/1kM6ojQPMxBbEcAVRLQjxPU3DuBjQ2mnx/view?usp=sharing